- αλφώδης
- ἀλφώδης, -ες (Α)λεπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφός + παραγ. κατάλ. -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλφώδης — leprous masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀλφώδης leprous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀλφώδης leprous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφώδη — ἀλφώδης leprous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλφώδης leprous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλφώδης leprous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφῶδες — ἀλφώδης leprous masc/fem voc sg ἀλφώδης leprous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… … Dictionary of Greek
κνησμώδης — ες (AM κνησμώδης, ῶδες) [κνησμός] 1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός 2. αυτός που πάσχει από κνησμό αρχ. αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.). επίρρ... κνησμωδώς (Α) με τρόπο… … Dictionary of Greek